- ετεροχθονία
- η(νομ.) νομικό πλάσμα δυνάμει τού οποίου θεωρείται κάποιος ότι διαμένει στην επικράτεια τής εθνικότητάς του και όταν ακόμη βρίσκεται σε ξένη χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερόχθων. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Νικόλ. Ι. Σαρίπολο].
Dictionary of Greek. 2013.